- ἄνωρος
- ἄνωρ-ος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άνωρος — ἄνωρος, ον (Α) [ώρα] βλ. άωρος («ἄνωρος ἀποθανών» πριν της ώρας του, Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἄνωρον — ἄνωρος masc/fem acc sg ἄνωρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανωρία — ἀνωρία κ. ιων. ίη, η (Α) [άνωρος] η ακαταλληλότητα, το άκαιρο εποχής για κάποια ενέργεια … Dictionary of Greek